βουλευτος

βουλευτος
    βουλευτός
    3
    1) придуманный, нарочно устроенный
    

(καλύμματα Aesch.)

    2) подлежащий обсуждению
    

(τὰ πρὸς τὰ τέλη Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "βουλευτος" в других словарях:

  • βουλευτός — βουλευτός, ή, όν (Α) [βουλεύω] 1. επινοημένος, σχεδιασμένος 2. αυτός για τον οποίο πρέπει να γίνει συζήτηση και να ληφθεί απόφαση …   Dictionary of Greek

  • βουλευτός — devised masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλευτόν — βουλευτός devised masc acc sg βουλευτός devised neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλευτοῖς — βουλευτός devised masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλευτοῖσιν — βουλευτός devised masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλευτῆς — βουλευτός devised fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλευτῷ — βουλευτός devised masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλευτά — βουλευτά̱ , βουλευτής councillor masc nom/voc/acc dual βουλευτής councillor masc voc sg βουλευτής councillor masc nom sg (epic) βουλευτός devised neut nom/voc/acc pl βουλευτά̱ , βουλευτός devised fem nom/voc/acc dual βουλευτά̱ , βουλευτός devised …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευεπιβούλευτος — εὐεπιβούλευτος, ον (Α) αυτός που υπόκειται εύκολα σε επιβουλή, ο ευπρόσβλητος (α. «μὴ συμβῇ τὴν χώραν εὐεπιβούλευτον γενέσθαι», Στράβ. β. «πένητα εὐεπιβούλευτον», Μ. Βασ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + *επι βουλευτός (< επι βουλεύω), πρβλ. αν επι… …   Dictionary of Greek

  • βουλευτῶν — βουλευτής councillor masc gen pl βουλευτός devised fem gen pl βουλευτός devised masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλεύω — (AM βουλεύω) Ι. συμβουλεύω αρχ. 1. σκέπτομαι, κρίνω 2. σχεδιάζω, προετοιμάζω, μηχανεύομαι 3. αποφασίζω να κάνω κάτι 4. είμαι μέλος της βουλής II. βουλεύομαι (AM βουλεύομαι) 1. σκέπτομαι, μελετώ 2. συσκέπτομαι με άλλους και αποφασίζω μσν.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»